- ἐλασίχθων
- ἐλᾰσίχθων1 striking the earth epith. of Poseidon. Eustath., proem. Pind., § 16, καὶ ἐλασίχθονα Ποσειδῶνα (sc. λέγει Πίνδαρος) fr. 18.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ελασίχθων — ἐλασίχθων, ο (Α) (επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που τραντάζει τη γη … Dictionary of Greek
ἐλασίχθων — earth striking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek